- συμπαρεκτεινόμενον
- σύν-παρεκτείνωstretch out in linepres part mp masc acc sgσύν-παρεκτείνωstretch out in linepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρεκτείνω — Α [παρεκτείνω] 1. εκτείνω παραλλήλως 2. (κατ επέκτ.) συγκρίνω, παραβάλλω 3. μέσ. συμπαρεκτείνομαι α) συγκρίνομαι με κάποιον ή με κάτι β) έχω την ίδια έκταση με άλλον («συμπαρεκτεινόμενον ὅλῳ τῷ μήκει τῆς ῥάχεως», Γαλ.) γ) διαρκώ όσο και κάτι άλλο … Dictionary of Greek